ὑηνῶν — ὑηνέω to be as stupid as a hog pres part act masc nom sg (attic epic doric) ὑηνός swinish fem gen pl ὑηνός swinish masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υηνία — ἡ, ΜΑ, και ὑηνεία Μ, και δωρ. τ. ὑανία και συανία και συηνία, Α κτηνώδης συμπεριφορά που οφείλεται στην έλλειψη μόρφωσης και γενικότερης καλλιέργειας 2. αποκτήνωση λόγω μέθης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕηνος. Οι τ. με αρκτικό σ αναλογικά προς τον τ. σῦς*… … Dictionary of Greek
υηνεύς — έως, ὁ, Α (για πρόσ.) σκαιός, αμαθής και αγροίκος, κτηνώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕηνος + επίθημα εύς (πρβλ. τοξ εύς)] … Dictionary of Greek
υηνώ — και συηνῶ, έω, Α [ὕηνος] ζω ή συμπεριφέρομαι σαν γουρούνι, είμαι πολύ ανόητος, αμαθής και κτηνώδης … Dictionary of Greek
sū̆ -s, suu-̯ os — sū̆ s, suu ̯ os English meaning: pig, swine Deutsche Übersetzung: “Hausschwein, Sau” Material: Av. hū (gen. sg. for *huvō) ‘swine”; Gk. ὗς, ὑός, acc. ὗν m. “boar”, f. ‘sow” (therefrom ὕαινα f. “Hyäne”) besides σῦς, συός ds.; in… … Proto-Indo-European etymological dictionary